Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Απο πότε λέμε τα κάλαντα;

 
 
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα, τραγουδιόνταν στην αρχή του μήνα, ενώ διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Η ιστορία τους συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
"Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι".
 
 
 
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη. Από τον 13ο αιώνα και μετά απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν τα κάλαντα.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου. Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη.Τα κάλαντα έχουν τη βάση τους σε παλιά λαϊκά τραγούδια. Πρόκειται για τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τα κάλαντα είναι μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία. Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και άλλα πάλι μαζί τραγουδούσαν, σαν σε χορωδία, τα κάλαντα.
 
 
Κάλαντα ή κόλιεντα ή κόλιαντα ή κόλιντα.
Έτσι λέγονται τα τραγούδια που έχουν ως στόχο τους να φέρουν ένα μήνυμα.
Τα κάλαντα είναι τραγούδια με στίχους που από τη μια υπενθυμίζουν - αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση είτε κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) είτε κάποιου θλιβερού γεγονότος (Μ. Βδομάδα - Σταύρωση Χριστού) και από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη που επισκέπτονται ή συναντούν εκείνοι που λένε τα κάλαντα (= οι καλαντάρηδες) και τα μέλη της οικογένειάς του ( την «κερά» = η σύζυγος, το γιο, τη θυγατέρα).
Το κίνητρο για κείνους που λένε τα κάλαντα είναι να αποκομίσουν είτε την καλούμενη στην Κρήτη «καλή χέρα» (= το φιλοδώρημα) είτε τα καλούμενα στην Κρήτη «καλοχερίδια» (= τα καλούδια» = τα πάσης φύσεως γλυκά ή ακόμη και αγαθά: αυγά, στάρι, λάδι). Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα (επαίνους), χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους που να είναι ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς.
Τα τραγούδια αυτά έχουν εντελώς δικά τους βασικά χαρακτηριστικά: 
Πρώτα-πρώτα δεν είναι τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια που, καθώς είναι βγαλμένα μέσ' από την ψυχή του λαού μας, "που είναι όμοια σε εικόνες, σε έκφραση και σε κάλλος με τ' άλλα τα τραγούδια τα δημοτικά, που τα λόγια τους βγαίνουν από το στόμα του λαού, σαν το γάργαρο νερό που κατρακυλάει απ' τις πλαγιές της Πίνδου και του Ολύμπου, μιλάνε ολόισια στην ψυχή του ανθρώπου, κάνοντάς τον να τα νιώθει, να τα ζει, να τα χαίρεται". Και, μολονότι φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, πολλές φορές οι στίχοι τους είναι τόσο ποιητικοί ώστε συναγωνίζονται ακόμα και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων, φανερώνοντας την ποιητική ψυχή του λαού μας:
"Γραμματικός και λειτουργός και ψάλτης
κι αναγνώστης
έχει τον ουρανό χαρτί,
τη θάλασσα μελάνι
και το μικρό το δάχτυλο κοντύλι για να γράφει".
Αλλά και:
"Ώσπου να πας
κι ώσπου να 'ρθεις
κι οπίσω να γυρίσεις
οι στράτες ρόδα γιόμισαν, τα μονοπάτια μόσχο"
 
λένε, ανάμεσα στ' άλλα, τα καστοριανά κάλαντα και είναι στίχοι που συναγωνίζονται σε ποιητικότητα, σε ζωντάνια και ομορφιά ακόμα και τους στίχους μεγάλων ποιητών.
 
Και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κι αυτό... πως τα κάλαντα κατ' αρχήν διηγούνται το ιστορικό της γιορτής που ξημερώνει. Έτσι, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα εξιστορούν στην αρχή τους τη γέννηση του Χριστού:
"Τα συχαρίκια μας, κυρά
φάσκιωσεν η Παναγιά
έκανε Χριστόν Υιόν
γεννήθηκε, βαφτίστηκε
στους ουρανούς πετάχτηκε."
(Από τα μαυροβινά κάλαντα των Χριστουγέννων)
 Έχουν, όμως, και επαινετικό χαρακτήρα. Αυτός ο χαρακτήρας (ο επαινετικός) υπάρχει έντονος στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πόλης της Καστοριάς, που εμείς εδώ στο χωριό μας τα λέμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς:
"Αφέντης μας είναι καλός στον κόσμο ξακουσμένος"
και
"Ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι" και
"Εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανέργου θυγατέρα"
 
 Και, εκτός από την εξιστόρηση του γεγονότος που γιορτάζουμε και τον επαινετικό τους χαρακτήρα, περιέχουν πάντοτε και ευχές:
 
"Ας είν' πολλά τα έτη του καλά κι ευτυχισμένα",
αλλά και
"Καλέ Παναγιώτατε,
Χρυσέ μας Ποιμενάρχα
καλές γιορτές καλή χρονιά καλέ μας Ιεράρχα
πολλά τα έτη Δέσποτα
να είναι ευτυχισμένα
μαζί να τα περάσουμε καλά κι αγαπημένα",
όπως εύχονται οι Καστοριανοί στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους.
 
Βεβαίως υπάρχει και το ζήτημα της αμοιβής. Μόνο που η αμοιβή δεν ήταν ο κύριος σκοπός των καλαντιστών. Ο κύριος σκοπός τους ήταν πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι' αυτό οι καλαντιστές δεν εισέπρατταν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, στην αρχή όχι χρήματα, αλλά ψωμάκια, κάστανα, καρύδια, μήλα, κυδώνια, κρασί, λουκάνικα και ό,τι άλλο χρειάζεται για το ομαδικό φαγοπότι και το τσιμπούσι που ακολουθούσε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας. Σήμερα οι καλαντιστές που εισπράττουν χρήματα θα 'πρεπε κανονικά να έχουν ταμείο κοινό και στο τέλος να ακολουθεί η μοιρασιά.
Έπειτα είναι και η επικοινωνία. Όχι μονάχα με την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι επίσης πολύ δεμένοι οι καλαντιστές. Γι' αυτό και έλεγαν στο κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο, άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί... Αυτό προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους. Γι' αυτό και τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του καλαντιστή με το νοικοκύρη.
 
 
Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι ιδανικοί καλαντιστές είναι τα παιδιά.
Τα παιδιά κουβαλάνε μες σ' ολόκληρους αιώνες αυτήν ειδικά την Παράδοση -από ευγνωμοσύνη, θαρρείς, προς τον Χριστό που τα ευλόγησε όταν ήταν εδώ στη γη και τα ξεχώρισε απ' όλα τα ανθρώπινα πλάσματα της γης, γι' αυτόν το λόγο και αυτά εκφράζουν τη ευγνωμοσύνη τους κάθε φορά που γεννιέται ο Χριστός, όση παγωνιά κι αν είναι απλωμένη τριγύρω τους...
"Τα παιδιά, που ολοκάθαρα και φροντισμένα ξεκινούν το πρωί με το χειμωνιάτικο κρύο, παρατώντας το χουζούρι των σχολικών διακοπών τους, και φτάνουν ως την πόρτα μας για να τα "πουν", ας είναι καλόδεχτα και καλοπληρωμένα...".
Και όπως πρέπει πληρωμένα από εμάς τους μεγάλους, που κουκουλωμένοι με τα ζεστά μας παπλώματα, ακούμε τις φωνές τους μες στο ξημέρωμα και νιώθουμε σαν να έχουν ανοίξει οι ουρανοί και πως οι άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν για άλλη μια φορά, ψάλλοντάς μας ένα άλλο
"Δόξα εν Υψίστοις..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου